- παιδαγώγημα
- παιδαγώγημαplan of educatingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παιδαγώγημα — παιδαγώγημα, τὸ (Α) [παιδαγωγώ] 1. παιδαγωγίας μέθοδος διαπαιδαγώγησης 2. διδασκαλία, παιδαγωγικό αντικείμενο … Dictionary of Greek
παιδαγωγήματι — παιδαγώγημα plan of educating neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)